ορθότροπος — η, ο 1. (για φυτά) αυτός που βλαστάνει ή αναπτύσσεται κατακόρυφα 2. (για την όρθια σπερματική βλάστη) αυτή τής οποίας η μικροπύλη είναι στο αντίθετο άκρο σε σχέση με τη χάλαζα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. orthotropic / orthotropous <… … Dictionary of Greek
ραφή — η / ῥαφή, ΝΜΑ 1. το να ράβει κανείς κάτι, να συνενώνει ράβοντας με κλωστή, το ράψιμο (α. «κοπή και ραφή στρατιωτικών στολών β. «τμήσει καὶ ῥαφῇ χρωμένη σύνθεσις», Πλάτ.) 2. το σημείο ή η γραμμή, στην οποία συνδέονται με ράψιμο κομμάτια υφάσματος … Dictionary of Greek
σπερματικός — ή, ό / σπερματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σπέρμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σπέρμα («σπερματικά ὄργανα». Αριστοτ.) 2. φρ. α) «σπερματικός λόγος» (στη στωική φιλοσ.) γενετική αρχή, δύναμη και ουσία μέσω τής οποίας και από την οποία… … Dictionary of Greek
συνεργίδα — η, Ν συν. στον πληθ. οι συνεργίδες βοτ. δύο απλοειδή κύτταρα που βρίσκονται στο άκρο τού εμβρυοσάκου προς τη μικροπύλη χωρίς να μετέχουν στη διαδικασία τής γονιμοποίησης και τών οποίων ο ρόλος είναι άγνωστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
ωοφορίτιδα — η, Ν ιατρ. άλλη ονομασία για την ωοθηκίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωοφόρος + κατάλ. ίτιδα]. ωοφόρος, α, ο / ᾠοφόρος, ον, ΝΑ, θηλ. και ος Ν νεοελλ. 1. ανατ. αυτός που περιέχει ωά ή ωάρια («ωοφόρος δίσκος») 2. φρ. «ωοφόρος σωρός» βοτ. τα κύτταρα που… … Dictionary of Greek
σπόρος ή σπέρμα — Σπερμοβλάστη που μετασχηματίστηκε και αναπτύχθηκε μετά τη γονιμοποίηση και η οποία περιέχει τουλάχιστον το έμβρυο· είναι το τυπικό όργανο πολλαπλασιασμού των ανθόφυτων ή καλύτερα των σπερματόφυτων (= φυτά με σπέρματα). Στα γυμνόσπερμα και στα… … Dictionary of Greek