μικροπύλη

μικροπύλη
η
1. βιολ. μικροσκοπική οπή που βρίσκεται στον πρόσθιο πόλο τού ωαρίου τών εντόμων και διά μέσου τής οποίας εισέρχονται τα σπερματοζωάρια διασχίζοντας το χόριο και τό γονιμοποιούν
2. βοτ. μικρό άνοιγμα μεταξύ τών άκρων τών χιτώνων στην κορυφή τής σπερματικής βλάστης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ορθότροπος — η, ο 1. (για φυτά) αυτός που βλαστάνει ή αναπτύσσεται κατακόρυφα 2. (για την όρθια σπερματική βλάστη) αυτή τής οποίας η μικροπύλη είναι στο αντίθετο άκρο σε σχέση με τη χάλαζα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. orthotropic / orthotropous <… …   Dictionary of Greek

  • ραφή — η / ῥαφή, ΝΜΑ 1. το να ράβει κανείς κάτι, να συνενώνει ράβοντας με κλωστή, το ράψιμο (α. «κοπή και ραφή στρατιωτικών στολών β. «τμήσει καὶ ῥαφῇ χρωμένη σύνθεσις», Πλάτ.) 2. το σημείο ή η γραμμή, στην οποία συνδέονται με ράψιμο κομμάτια υφάσματος …   Dictionary of Greek

  • σπερματικός — ή, ό / σπερματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σπέρμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σπέρμα («σπερματικά ὄργανα». Αριστοτ.) 2. φρ. α) «σπερματικός λόγος» (στη στωική φιλοσ.) γενετική αρχή, δύναμη και ουσία μέσω τής οποίας και από την οποία… …   Dictionary of Greek

  • συνεργίδα — η, Ν συν. στον πληθ. οι συνεργίδες βοτ. δύο απλοειδή κύτταρα που βρίσκονται στο άκρο τού εμβρυοσάκου προς τη μικροπύλη χωρίς να μετέχουν στη διαδικασία τής γονιμοποίησης και τών οποίων ο ρόλος είναι άγνωστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • ωοφορίτιδα — η, Ν ιατρ. άλλη ονομασία για την ωοθηκίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωοφόρος + κατάλ. ίτιδα]. ωοφόρος, α, ο / ᾠοφόρος, ον, ΝΑ, θηλ. και ος Ν νεοελλ. 1. ανατ. αυτός που περιέχει ωά ή ωάρια («ωοφόρος δίσκος») 2. φρ. «ωοφόρος σωρός» βοτ. τα κύτταρα που… …   Dictionary of Greek

  • σπόρος ή σπέρμα — Σπερμοβλάστη που μετασχηματίστηκε και αναπτύχθηκε μετά τη γονιμοποίηση και η οποία περιέχει τουλάχιστον το έμβρυο· είναι το τυπικό όργανο πολλαπλασιασμού των ανθόφυτων ή καλύτερα των σπερματόφυτων (= φυτά με σπέρματα). Στα γυμνόσπερμα και στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”